Κολχίδος

Κολχίδος
Κόλχος
fem gen sg
Κολχίς
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • AEAEA — ita Circe dicta est (inquit Turnebus Adversar. l. 7. c. 14.) Homeri exemplô. Ductum epitheton a peninsulâ Aeâ sita ad Phasin amnen, ut idem sit ac Colchica. Sic Eustathius in 1. Odys. Αἰαίη, ἀντὶ τȏυ Κολχιχή. Αἶα γὰρ πόλις Κολχίδος παρὰ Λυκόφρονι …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αιήτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ήλιου και της Ωκεανίδας Περσηίδας, αδελφός της Κίρκης, της Πασιφάης και του Πέρση, βασιλιά της Κολχίδος. Σύμφωνα με ορισμένη παράδοση (Απολλώνιος Ρόδιος), ο Α. νυμφεύτηκε την Ωκεανίδα Ειδυίαν από την οποία απέκτησε… …   Dictionary of Greek

  • Κόλχος — (6oς; αι. π.Χ.). Αγγειοπλάστης και αγγειογράφος από την Αττική. Είναι γνωστός μόνο από ένα μελανόμορφο αγγείο, που βρέθηκε στη Βούλκα και εκτίθεται στο Μουσείο του Βερολίνου. * * * ο θηλ. Κολχίδα (AM Κόλχος, θηλ. Κολχίς, ίδος) κάτοικος τής… …   Dictionary of Greek

  • αιγιαλεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σικυώνας, ο πρώτος αυτόχθων Έλληνας βασιλιάς. Έζησε γύρω στο 1700 π.Χ. Ο γιος του –ή γιος του αδελφού του Φορωνέα, βασιλιά του Άργους– Εύρως, υπήρξε παππούς του Άπη, που υπέταξε ολόκληρη την Πελοπόννησο …   Dictionary of Greek

  • φθειροφάγος — ον, Α (κυρίως το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ φθειροφάγοι λαός τής Κολχίδος που συνήθιζε να τρώει σπόρους κουκουναριάς και τού οποίου η ονομασία οφείλεται, κατά τον Στράβωνα, στη ρυπαρότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθείρ, φθειρός + φάγος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”